Περπατώντας σε κεντρικό δρόμο της Λιουμπλιάνας ένα μεσημέρι, άκουσα σε μια παρέα ελληνικές φωνές και έπιασα χαρούμενος την κουβέντα. Ήταν ένας νεαρός Έλληνας που, όπως έμαθα, είχε ανοίξει πιτσαρία στη Βενετία εδώ και λίγα χρόνια και ήρθε με φίλους αυθημερόν για βόλτα. Είναι δύο ώρες με το αμάξι, με πληροφόρησε. Τότε μόνο συνειδητοποίησα, ήδη κάποιες μέρες στην πόλη, πόσο ψηλά βρίσκεται η Σλοβενία στη Βαλκανική χερσόνησο και επιβεβαίωσα μια αίσθηση που είχε αρχίσει από νωρίς να σχηματίζεται μέσα μου: η Σλοβενία ανήκει στα Βαλκάνια πιο πολύ γεωγραφικά, αν όχι αποκλειστικά γεωγραφικά. Η αρχιτεκτονική, το φαγητό, οι βιτρίνες των φούρνων, με έκαναν από την αρχή να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε μια περιοχή της κεντρικής Ευρώπης κι όχι σε μια Βαλκανική χώρα. Ακόμα χειρότερα: οι κάδοι των σκουπιδιών έξω από τις πολυκατοικίες ανοίγουν και κλειδώνουν, και μάλιστα με κάρτα!
Αντιλήφθηκα ότι και οι άνθρωποι νιώθουν πιο κοντά με τους βόρειους, παρά με τους νότιους γείτονές τους. Ενισχύθηκε γρήγορα η αίσθησή μου ότι βρίσκομαι σε μια μικρή μεν χώρα, η οποία όμως αποτελεί κομμάτι μιας ευρύτερης υπερεθνικής περιοχής που μπορείς να την εξερευνήσεις εύκολα με το αυτοκίνητό σου και να νιώσεις αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου και της ιστορίας της, να νιώσεις ότι ανήκεις έτσι σε κάτι μεγαλύτερο, κάτι πολύχρωμο που διευρύνει την ψυχή και τις διαθέσεις. Αυτή τη φορά είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ μόνο το Μπλεντ, με το χιονισμένο βουνό να στέκεται αγέρωχο πίσω από το παραμυθένιο κάστρο και την αντανάκλασή τους στο νερό της λίμνης να διπλασιάζει μαγικά την ομορφιά τους. Έδωσα ωστόσο υπόσχεση στον εαυτό μου να επισκεφτώ ξανά τη Σλοβενία και, πιο οργανωμένος, να εξερευνήσω περισσότερο τόσο την ίδια τη χώρα όσο και τις γειτονικές της.
Ο καιρός ήταν πολύ φιλικός μαζί μου, μου επιφύλαξε λιακάδα και όλο και πιο ζεστές θερμοκρασίες, αν και λίγο χιόνι, το σχετικά σπάνιο για εμάς στην Ελλάδα, δεν θα με πείραζε και πολύ. Το πράσινο του ποταμιού φαινόταν πιο έντονο τα πρωινά με την ομίχλη που το σκέπαζε, και στους πρωινούς περιπάτους φανταζόμουν πόσο θα ταιριάζει μαζί του το πράσινο των δέντρων το καλοκαίρι – δεν κρύβω ότι μια μικρή θλίψη με διαπερνούσε όταν σκεφτόμουν πόσο ακόμη πιο όμορφη θα είναι η Λιουμπλιάνα σε λίγο καιρό την άνοιξη και το καλοκαίρι. Κι έτσι όμως, με τον ήλιο να φωτίζει απρόσμενα και όσο περνούσαν οι μέρες όλο και πιο ζεστά τους δρόμους και τα μαγαζιά, τα καφέ δίπλα στο ποτάμι γέμιζαν κόσμο και ζωή. Το κάστρο στο κέντρο μια συνεχής υπενθύμιση μεγαλοπρέπειας, ένας φάρος για να μην χάνεται ο ταξιδιώτης. Τα βράδια στις ευρωπαϊκές πόλεις, έτσι όπως οι δρόμοι αδειάζουν και ηρεμούν από νωρίς, ξενίζουν συχνά τους Έλληνες, εγώ όμως το απολαμβάνω έτσι όπως μπορώ να παρατηρώ και να ρουφάω την ομορφιά της πόλης αμόλυντη από την ανθρώπινη παρουσία, ενισχυμένη σχεδόν από το σκοτάδι και το φως του φεγγαριού. Τα κτίρια, τα πλακόστρωτα δρομάκια, το ποτάμι, όλα αποκτούν μια επιπλέον, βαθύτερη υπόσταση τη νύχτα.
Τη μέρα, προσπαθούσα να ανακαλύπτω κάθε φορά κι από ένα διαφορετικό καφέ για να καθίσω να γράψω και να μεταφράσω, και στην πορεία αυτής της αναζήτησης περπάτησα σχεδόν όλη την πόλη, μαθαίνοντάς τη γρήγορα. Η Λιουμπλιάνα είναι μια μικρή, σεμνή πρωτεύουσα, με αυτοκρατορική όμως αύρα, στην οποία εύκολα προσανατολίζεσαι και γρήγορα νιώθεις οικεία. Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν περισσότερη εντύπωση ήταν ότι στην κεντρική πλατεία της στεκόταν περήφανα το άγαλμα του Πρεσέρεν, ενός ποιητή. Στην Ελλάδα, όπου έχουμε μεγάλη παράδοση στην ποίηση, και μάλιστα με δύο νομπελίστες ποιητές (τον Σεφέρη και τον Ελύτη) οι σχετικές τιμές περιορίζονται σε προτομές και ονόματα δρόμων. Επισκέφτηκα και αρκετά μουσεία, από τα οποία περισσότερο ενθουσιάστηκα με τη μοντέρνα γκαλερί που ήταν γεμάτη εξαιρετικής ποιότητας έργα.
Στην όμορφη και ζεστή εκδήλωση όπου είχα την τιμή να συζητήσω με την ποιήτρια και μεταφράστρια Κλαρίσα Γιοβάνοβιτς, με τη μουσική συνοδεία του μπουζουκιού του Θωμά Γλένη, καθώς και να ακούσω ποιήματά μου μεταφρασμένα στα σλοβενικά, είδα με έκπληξή μου και αρκετούς Έλληνες που μένουν μόνιμα στην πόλη. Τέτοιες εκδηλώσεις συνάντησης γλωσσών, διάχυσης λογοτεχνίας και πολιτισμού από άλλες χώρες, είναι πάντα ελπιδοφόρες και όλο και πιο απαραίτητες, για αυτό και το πρόγραμμα το «Καταφύγιο του Οδυσσέα» είναι τόσο σημαντικό. Ελπίζουμε να συνεχιστούν και να πληθύνουν.